- Θουρίου
- Θούριοςmasc/neut gen sgΘούριοςneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θουρίου — θούριος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θουριόμαντις — θουριόμαντις, άντεως ὁ (Α) (για τον αρχηγό τής αποικίας τού Θουρίου, τον μάντη Λάμπωνα) ο μάντης τού Θουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονομασία τής πόλης Θούριον + μάντις] … Dictionary of Greek
Διδυμοτείχου, δήμος — Δήμος (18.998 κάτ.) του νομού Έβρου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, τις πρώην κοινότητες Ασβεστάδων, Ασημένιου, Ελληνοχωρίου, Ισαακίου, Καρωτής, Κουφοβούνου, Κυανής, Μάνης, Πετράδων,… … Dictionary of Greek
Σοφικό — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (1.670 κάτ., υψόμ. 430 μ.) στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (1.774 κάτ., 103 τ. χλμ.). 2. Πεδινός οικισμός (1.100 κάτ., υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία… … Dictionary of Greek